- καθυπογράφω
- καθυπογράφω (AM)(επιτατ. τού υπογράφω) μσν.1. περιγράφω2. καταλογίζω, καταχωρίζωαρχ.1. προσυπογράφω2. επικυρώνω, εγκρίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-γράφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθυποτάσσω — (AM καθυποτάσσω, Α αττ. τ. καθυποτάττω) (επιτατ. τού υποτάσσω) υποτάσσω κάτι ή κάποιον εντελώς, υποδουλώνω, κατακυριεύω μσν. αρχ. συμπληρώνω, επισυνάπτω, προσαρτώ αρχ. πάπ. καθυπογράφω, προσυπογράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τάσσω] … Dictionary of Greek